Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
χριστός
χρίω
View word page
χρηστολόγος
χρηστολόγος χρηστο-λόγος, ον, λέγω speaking plausibly.

ShortDef

speaking plausibly

Debugging

Headword:
χρηστολόγος
Headword (normalized):
χρηστολόγος
Headword (normalized/stripped):
χρηστολογος
IDX:
35936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35977
Key:
xrhstolo/gos

Data

{'content': 'χρηστολόγος\n χρηστο-λόγος, ον,\n λέγω\n speaking plausibly.', 'key': 'xrhstolo/gos'}