Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
χρῖσμα
Χριστιανός
View word page
χρηστοήθης
χρηστοήθης χρηστο-ήθης, ες ἦθος well-disposed, Arist.
ShortDef
well-disposed
Debugging
Headword:
χρηστοήθης
Headword (normalized):
χρηστοήθης
Headword (normalized/stripped):
χρηστοηθης
IDX:
35934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35975
Key:
xrhstoh/qhs
Data
{'content': 'χρηστοήθης\n χρηστο-ήθης, ες\n ἦθος\n well-disposed, Arist.', 'key': 'xrhstoh/qhs'}