Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
χρηστόφιλος
χρῖμα
χρίμπτω
View word page
χρήστης
χρήστης χρήστης, ου, gen. pl. χρήστων (not χρηστῶν, to distinguish it from the gen. pl. of χρηστός.) χράω a creditor, usurer, dun, Ar. (from the Mid.) a debtor, Dem.

ShortDef

a creditor, usurer, dun

Debugging

Headword:
χρήστης
Headword (normalized):
χρήστης
Headword (normalized/stripped):
χρηστης
IDX:
35932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35973
Key:
xrh/sths

Data

{'content': 'χρήστης\n χρήστης, ου,\n gen. pl. χρήστων (not χρηστῶν, to distinguish it from the gen. pl. of χρηστός.) \n χράω\n a creditor, usurer, dun, Ar.\n (from the Mid.) a debtor, Dem.', 'key': 'xrh/sths'}