Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
χρηστότης
χρηστοφιλία
View word page
χρηστηριάζω
χρηστηριάζω χρηστηριάζω, like χράω to give oracles, prophesy, Strab. Mid., like χράομαι, to have an oracle given one, consult an oracle, Hdt.; χρ. θεῷ to consult a god, like χρήσασθαι θεῷ, Hdt. from χρηστήριον

ShortDef

to give oracles, prophesy

Debugging

Headword:
χρηστηριάζω
Headword (normalized):
χρηστηριάζω
Headword (normalized/stripped):
χρηστηριαζω
IDX:
35929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35970
Key:
xrhsthria/zw

Data

{'content': 'χρηστηριάζω\n χρηστηριάζω,\n like χράω\n to give oracles, prophesy, Strab.\n Mid., like χράομαι, to have an oracle given one, consult an oracle, Hdt.; χρ. θεῷ to consult a god, like χρήσασθαι θεῷ, Hdt.\n from χρηστήριον', 'key': 'xrhsthria/zw'}