Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρησμολογέω
χρησμολόγος
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
χρηστοήθης
χρηστολογία
χρηστολόγος
χρηστός
View word page
χρηστέος
χρηστέος χρηστέος, ον, verb. adj. one must use, c. dat. rei, Xen.
ShortDef
one must use
Debugging
Headword:
χρηστέος
Headword (normalized):
χρηστέος
Headword (normalized/stripped):
χρηστεος
IDX:
35927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35968
Key:
xrhste/os
Data
{'content': 'χρηστέος\n χρηστέος, ον,\n verb. adj.\n one must use, c. dat. rei, Xen.', 'key': 'xrhste/os'}