Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
χρησμολόγος
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
χρηστικός
View word page
χρησμῳδέω
χρησμῳδέω χρησμῳδέω, fut. -ήσω from χρησμῳδός to chant oracles: generally, to deliver oracles, prophesy, Hdt., Ar., etc.

ShortDef

to chant oracles

Debugging

Headword:
χρησμῳδέω
Headword (normalized):
χρησμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
χρησμωδεω
IDX:
35923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35964
Key:
xrhsmw|de/w

Data

{'content': 'χρησμῳδέω\n χρησμῳδέω,\n fut. -ήσω\n from χρησμῳδός\n to chant oracles: generally, to deliver oracles, prophesy, Hdt., Ar., etc.', 'key': 'xrhsmw|de/w'}