Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
χρησμολόγος
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
χρηστηριάζω
χρηστήριον
χρηστήριος
χρήστης
View word page
χρησμοφύλαξ
χρησμοφύλαξ χρησμο-φύλαξ (ῠ), ακος, a keeper of oracles, Luc.
ShortDef
a keeper of oracles
Debugging
Headword:
χρησμοφύλαξ
Headword (normalized):
χρησμοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
χρησμοφυλαξ
IDX:
35922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35963
Key:
xrhsmofu/lac
Data
{'content': 'χρησμοφύλαξ\n χρησμο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a keeper of oracles, Luc.', 'key': 'xrhsmofu/lac'}