Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀόρατος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀόριστος
ἄορνος
ἄορ
ἀορτέω
ἀορτήρ
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
ἄουτος
ἀόχλητος
ἀπαγγελία
ἀπαγγέλλω
ἀπαγγελτήρ
ἄπαγε
ἀπαγής
ἀπαγινέω
ἀπαγόρευσις
ἀπαγορευτέος
ἀπαγορεύω
View word page
ἄουτος
ἄουτος οὐτάω unwounded, unhurt, Il.
ShortDef
unwounded, unhurt
Debugging
Headword:
ἄουτος
Headword (normalized):
ἄουτος
Headword (normalized/stripped):
αουτος
IDX:
3595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3596
Key:
a)/outos
Data
{'content': 'ἄουτος\n οὐτάω\n unwounded, unhurt, Il.', 'key': 'a)/outos'}