Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
χρησμολόγος
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
χρησμῳδία
χρησμῳδικός
χρησμῳδός
χρηστέος
χρηστεύομαι
View word page
χρησμολόγος
χρησμολόγος χρησμο-λόγος, ον, λέγω uttering oracles, divining, χ. ἀνήρ a soothsayer, diviner, Hdt. an expounder of oracles, an oracle-monger, Hdt., Ar.

ShortDef

uttering oracles, divining

Debugging

Headword:
χρησμολόγος
Headword (normalized):
χρησμολόγος
Headword (normalized/stripped):
χρησμολογος
IDX:
35918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35959
Key:
xrhsmolo/gos

Data

{'content': 'χρησμολόγος\n χρησμο-λόγος, ον,\n λέγω\n uttering oracles, divining, χ. ἀνήρ a soothsayer, diviner, Hdt.\n an expounder of oracles, an oracle-monger, Hdt., Ar.', 'key': 'xrhsmolo/gos'}