Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
χρησμολόγος
χρησμοποιός
χρησμός
χρησμοσύνη
χρησμοφύλαξ
χρησμῳδέω
View word page
χρήσιμος
χρήσιμος χρήσῐμος, η, ον χράομαι useful, serviceable, good for use, good, apt or fit in its kind, Hdt., Attic; τὸ αὐτίκα χρ. present advantage, Thuc.; —χρ. εἴς τι useful for something, Hdt., etc.; ἐπί τι Plat.; πρός τι Eur.; useful for doing, Ar. serviceable, useful, Soph., Eur., etc.; χρησίμους ἑαυτοὺς παρέχειν τῇ πόλει to shew themselves serviceable to the state, Dem. much-used, Hdt. νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω money that will not pass abroad, Xen. adv., χρησίμως ἔχειν to be serviceable, Thuc.; χρ. τινί with advantage to him, Thuc.

ShortDef

useful, serviceable, good for use, good, apt

Debugging

Headword:
χρήσιμος
Headword (normalized):
χρήσιμος
Headword (normalized/stripped):
χρησιμος
IDX:
35913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35954
Key:
xrh/simos

Data

{'content': 'χρήσιμος\n χρήσῐμος, η, ον\n χράομαι\n useful, serviceable, good for use, good, apt or fit in its kind, Hdt., Attic; τὸ αὐτίκα χρ. present advantage, Thuc.; —χρ. εἴς τι useful for something, Hdt., etc.; ἐπί τι Plat.; πρός τι Eur.; useful for doing, Ar.\n serviceable, useful, Soph., Eur., etc.; χρησίμους ἑαυτοὺς παρέχειν τῇ πόλει to shew themselves serviceable to the state, Dem.\n much-used, Hdt.\n νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω money that will not pass abroad, Xen.\n adv., χρησίμως ἔχειν to be serviceable, Thuc.; χρ. τινί with advantage to him, Thuc.', 'key': 'xrh/simos'}