Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
χρησμολόγος
View word page
χρηματοποιός
χρηματοποιός χρημᾰτο-ποιός, όν ποιέω money-making, Xen.

ShortDef

money-making

Debugging

Headword:
χρηματοποιός
Headword (normalized):
χρηματοποιός
Headword (normalized/stripped):
χρηματοποιος
IDX:
35908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35949
Key:
xrhmatopoio/s

Data

{'content': 'χρηματοποιός\n χρημᾰτο-ποιός, όν\n ποιέω\n money-making, Xen.', 'key': 'xrhmatopoio/s'}