Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
χρησμηγορέω
χρησμολογέω
View word page
χρηματοδαίτης
χρηματοδαίτης χρημᾰτο-δαίτης, ου, ὁ, δαίω a divider of wealth, Aesch.
ShortDef
a divider of wealth
Debugging
Headword:
χρηματοδαίτης
Headword (normalized):
χρηματοδαίτης
Headword (normalized/stripped):
χρηματοδαιτης
IDX:
35907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35948
Key:
xrhmatodai/ths
Data
{'content': 'χρηματοδαίτης\n χρημᾰτο-δαίτης, ου, ὁ,\n δαίω\n a divider of wealth, Aesch.', 'key': 'xrhmatodai/ths'}