χρηματιστικός
χρηματιστικός
from χρημᾰτιστής
χρημᾰτιστικός, ή, όν
of or for money-making, ὁ χρ. a man of business, Plat.; χρ. οἰωνός an omen portending gain, Xen.; τὸ χρηματιστικόν the commercial class, Arist.:— ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of money-making, traffic, Plat.