Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
χρησμαγόρης
View word page
χρηματιστής
χρηματιστής χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ, χρηματίζω a man in business, money-getter, trafficker, Plat., Xen. as adj., = χρημᾰτιστικός, Arist.
ShortDef
a man in business, money-getter, trafficker
Debugging
Headword:
χρηματιστής
Headword (normalized):
χρηματιστής
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστης
IDX:
35905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35946
Key:
xrhmatisth/s
Data
{'content': 'χρηματιστής\n χρημᾰτιστής, οῦ, ὁ,\n χρηματίζω\n a man in business, money-getter, trafficker, Plat., Xen.\n as adj., = χρημᾰτιστικός, Arist.', 'key': 'xrhmatisth/s'}