Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
χρῆσις
View word page
χρηματιστήριον
χρηματιστήριον χρημᾰτιστήριον, ου, τό, χρηματίζω a place for transacting business, a counting-house, Plut.

ShortDef

a place for transacting business, a counting-house

Debugging

Headword:
χρηματιστήριον
Headword (normalized):
χρηματιστήριον
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστηριον
IDX:
35904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35945
Key:
xrhmatisth/rion

Data

{'content': 'χρηματιστήριον\n χρημᾰτιστήριον, ου, τό,\n χρηματίζω\n a place for transacting business, a counting-house, Plut.', 'key': 'xrhmatisth/rion'}