Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρεώ
χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
χρησιμεύω
χρήσιμος
View word page
χρηματιστέος
χρηματιστέος χρημᾰτιστέος, ον, verb. adj. of χρηματίζω one must make money, Xen.

ShortDef

one must make money

Debugging

Headword:
χρηματιστέος
Headword (normalized):
χρηματιστέος
Headword (normalized/stripped):
χρηματιστεος
IDX:
35903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35944
Key:
xrhmatiste/os

Data

{'content': 'χρηματιστέος\n χρημᾰτιστέος, ον,\n verb. adj. of χρηματίζω\n one must make money, Xen.', 'key': 'xrhmatiste/os'}