Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρεωκοπίδης
χρεών
χρεώ
χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
χρηματιστής
χρηματιστικός
χρηματοδαίτης
χρηματοποιός
χρημοσύνη
χρή
χρῆ
View word page
χρηματικός
χρηματικός χρημᾰτικός, ή, όν χρῆμα of or for money, χρ. ζημία a money fine, Plut.; χρ. συμβόλαια money contracts, Plut.; οἱ χρηματικοί the moneyed men, Plut.

ShortDef

of or for money

Debugging

Headword:
χρηματικός
Headword (normalized):
χρηματικός
Headword (normalized/stripped):
χρηματικος
IDX:
35901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35942
Key:
xrhmatiko/s

Data

{'content': 'χρηματικός\n χρημᾰτικός, ή, όν\n χρῆμα\n of or for money, χρ. ζημία a money fine, Plut.; χρ. συμβόλαια money contracts, Plut.; οἱ χρηματικοί the moneyed men, Plut.', 'key': 'xrhmatiko/s'}