Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χρεία
χρεῖος
χρεμετίζω
χρεμετισμός
χρεμίζω
χρέμπτομαι
χρέος
χρεωκοπίδης
χρεών
χρεώ
χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
χρηματισμός
χρηματιστέος
χρηματιστήριον
View word page
χρεώστης
χρεώστης χρεώστης, ου, ὁ, χρέος a debtor, Luc.

ShortDef

a debtor

Debugging

Headword:
χρεώστης
Headword (normalized):
χρεώστης
Headword (normalized/stripped):
χρεωστης
IDX:
35894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35935
Key:
xrew/sths

Data

{'content': 'χρεώστης\n χρεώστης, ου, ὁ,\n χρέος\n a debtor, Luc.', 'key': 'xrew/sths'}