Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χραύω
χράω
χράω
χρεία
χρεῖος
χρεμετίζω
χρεμετισμός
χρεμίζω
χρέμπτομαι
χρέος
χρεωκοπίδης
χρεών
χρεώ
χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
χρηΐσκομαι
χρῆμα
χρηματίζω
χρηματικός
View word page
χρεωκοπίδης
χρεωκοπίδης χρεω-κοπίδης, ου, ὁ, κόπτω one who cancels his debts, an insolvent, Plut.

ShortDef

one who cancels his debts, an insolvent

Debugging

Headword:
χρεωκοπίδης
Headword (normalized):
χρεωκοπίδης
Headword (normalized/stripped):
χρεωκοπιδης
IDX:
35891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35932
Key:
xrewkopi/dhs

Data

{'content': 'χρεωκοπίδης\n χρεω-κοπίδης, ου, ὁ,\n κόπτω\n one who cancels his debts, an insolvent, Plut.', 'key': 'xrewkopi/dhs'}