Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χόω
χραίνω
χραισμέω
χράομαι
χραύω
χράω
χράω
χρεία
χρεῖος
χρεμετίζω
χρεμετισμός
χρεμίζω
χρέμπτομαι
χρέος
χρεωκοπίδης
χρεών
χρεώ
χρεώστης
χρεωφειλέτης
χρῄζω
χρῄζω2
View word page
χρεμετισμός
χρεμετισμός from χρεμετίζω χρεμετισμός, οῦ, ὁ, a neighing, whinnying, Ar.

ShortDef

a neighing, whinnying

Debugging

Headword:
χρεμετισμός
Headword (normalized):
χρεμετισμός
Headword (normalized/stripped):
χρεμετισμος
IDX:
35887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35928
Key:
xremetismo/s

Data

{'content': 'χρεμετισμός\n from χρεμετίζω\n χρεμετισμός, οῦ, ὁ,\n a neighing, whinnying, Ar.', 'key': 'xremetismo/s'}