Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοροιτυπία
χοροιτύπος
χοροίτυπος
χορόνδε
χοροπαίκτης
χοροποιός
χορός
χοροστασία
χορτάζω
χορτασία
χόρτασμα
χόρτος
χοῦς
χοῦς2
χόω
χραίνω
χραισμέω
χράομαι
χραύω
χράω
χράω
View word page
χόρτασμα
χόρτασμα χόρτασμα, ατος, τό, fodder, forage: food for men, NTest.

ShortDef

fodder, forage: food for men

Debugging

Headword:
χόρτασμα
Headword (normalized):
χόρτασμα
Headword (normalized/stripped):
χορτασμα
IDX:
35873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35914
Key:
xo/rtasma

Data

{'content': 'χόρτασμα\n χόρτασμα, ατος, τό,\n fodder, forage: food for men, NTest.', 'key': 'xo/rtasma'}