Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χορηγός
χορικός
χόριον
χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλικός
χοροδιδάσκαλος
χοροήθης
χοροιθαλής
χοροιμανία
χοροιτυπία
χοροιτύπος
χοροίτυπος
χορόνδε
χοροπαίκτης
χοροποιός
χορός
χοροστασία
χορτάζω
χορτασία
χόρτασμα
χόρτος
View word page
χοροιτύπος
χοροιτύπος χοροι-τύπος (ῠ), ον, cf. χοροίτυπος Epic for χοροτύπος beating the ground in the dance, dancing, Pind.

ShortDef

beating the ground in the dance, dancing

Debugging

Headword:
χοροιτύπος
Headword (normalized):
χοροιτύπος
Headword (normalized/stripped):
χοροιτυπος
IDX:
35864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35905
Key:
xoroitu/pos

Data

{'content': 'χοροιτύπος\n χοροι-τύπος (ῠ), ον,\n cf. χοροίτυπος\n Epic for χοροτύπος\n beating the ground in the dance, dancing, Pind.', 'key': 'xoroitu/pos'}