Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χορηγέω
χορηγία
χορηγικός
χορήγιον
χορηγός
χορικός
χόριον
χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλικός
χοροδιδάσκαλος
χοροήθης
χοροιθαλής
χοροιμανία
χοροιτυπία
χοροιτύπος
χοροίτυπος
χορόνδε
χοροπαίκτης
χοροποιός
χορός
χοροστασία
View word page
χοροήθης
χοροήθης χορο-ήθης, ες ἦθος accustomed to the choral dance, Hhymn.
ShortDef
accustomed to the choral dance
Debugging
Headword:
χοροήθης
Headword (normalized):
χοροήθης
Headword (normalized/stripped):
χοροηθης
IDX:
35860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35901
Key:
xoroh/qhs
Data
{'content': 'χοροήθης\n χορο-ήθης, ες\n ἦθος\n accustomed to the choral dance, Hhymn.', 'key': 'xoroh/qhs'}