Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγώγιμος
ἀγώγιον
ἀγωγός
ἀγωνάρχης
ἀγωνία
ἀγωνιάω
ἀγωνίζομαι
ἀγώνιος
ἀγώνισις
ἀγώνισμα
ἀγωνισμός
ἀγωνιστέον
ἀγωνιστής
ἀγωνιστικός
ἀγωνοθεσία
ἀγωνοθετέω
ἀγωνοθέτης
ἀγών
ἄγω
ἀδαημονία
ἀδαήμων
View word page
ἀγωνισμός
ἀγωνισμός ἀγωνίζομαι rivalry, Thuc.

ShortDef

rivalry

Debugging

Headword:
ἀγωνισμός
Headword (normalized):
ἀγωνισμός
Headword (normalized/stripped):
αγωνισμος
IDX:
359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n359
Key:
a)gwnismo/s

Data

{'content': 'ἀγωνισμός\n ἀγωνίζομαι\n rivalry, Thuc.', 'key': 'a)gwnismo/s'}