Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χορδή
χορεία
χόρευμα
χορευτέος
χορευτής
χορευτικός
χορεύω
χορηγεῖον
χορηγέω
χορηγία
χορηγικός
χορήγιον
χορηγός
χορικός
χόριον
χοροδιδασκαλία
χοροδιδασκαλικός
χοροδιδάσκαλος
χοροήθης
χοροιθαλής
χοροιμανία
View word page
χορηγικός
χορηγικός χορηγικός, ή, όν of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, Xen.

ShortDef

of or for a χορηγός, chorus leader, chorus sponsor

Debugging

Headword:
χορηγικός
Headword (normalized):
χορηγικός
Headword (normalized/stripped):
χορηγικος
IDX:
35852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35893
Key:
xorhgiko/s

Data

{'content': 'χορηγικός\n χορηγικός, ή, όν\n of or for a χορηγός, χ. ἀγῶνες rivalry in bringing out choruses, Xen.', 'key': 'xorhgiko/s'}