Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδρός
χόνδρος
χοραύλης
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
χορεία
χόρευμα
χορευτέος
χορευτής
View word page
χολωτός
χολωτός χολωτός, ή, όν verb. adj. of χολόω angry, wrathful, Hom.

ShortDef

angry, wrathful

Debugging

Headword:
χολωτός
Headword (normalized):
χολωτός
Headword (normalized/stripped):
χολωτος
IDX:
35836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35877
Key:
xolwto/s

Data

{'content': 'χολωτός\n χολωτός, ή, όν\n verb. adj. of χολόω\n angry, wrathful, Hom.', 'key': 'xolwto/s'}