Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδρός
χόνδρος
χοραύλης
χόρδευμα
χορδεύω
χορδή
View word page
Χολλείδης
Χολλείδης Χολλείδης, ου, ὁ, a man of the deme Cholleidae, Ar.
ShortDef
a member of the deme Cholleidae
Debugging
Headword:
Χολλείδης
Headword (normalized):
χολλείδης
Headword (normalized/stripped):
χολλειδης
IDX:
35832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35873
Key:
*xollei/dhs
Data
{'content': 'Χολλείδης\n Χολλείδης, ου, ὁ,\n a man of the deme Cholleidae, Ar.', 'key': '*xollei/dhs'}