Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χόλος
χολόω
χολώδης
χολωτός
χονδρός
χόνδρος
χοραύλης
View word page
χολίκιον
χολίκιον χολίκιον, ου, τό, Dim. of χόλιξ, Theophr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
χολίκιον
Headword (normalized):
χολίκιον
Headword (normalized/stripped):
χολικιον
IDX:
35829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35870
Key:
xoli/kion

Data

{'content': 'χολίκιον\n χολίκιον, ου, τό,\n Dim. of χόλιξ, Theophr.', 'key': 'xoli/kion'}