Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χόλος
χολόω
χολώδης
View word page
Χολαργεύς
Χολαργεύς Χολαργεύς, έως, ὁ, a man of the deme Χόλαργος, Ar.

ShortDef

a man of the deme Cholargos

Debugging

Headword:
Χολαργεύς
Headword (normalized):
χολαργεύς
Headword (normalized/stripped):
χολαργευς
IDX:
35825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35866
Key:
*xolargeu/s

Data

{'content': 'Χολαργεύς\n Χολαργεύς, έως, ὁ,\n a man of the deme Χόλαργος, Ar.', 'key': '*xolargeu/s'}