Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
χόλος
χολόω
View word page
χοῖρος
χοῖρος .χοῖρος, ὁ, ἡ, a young pig, porker, Od., etc.

ShortDef

a young pig, porker

Debugging

Headword:
χοῖρος
Headword (normalized):
χοῖρος
Headword (normalized/stripped):
χοιρος
IDX:
35824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35865
Key:
xoi=ros

Data

{'content': 'χοῖρος\n .χοῖρος, ὁ, ἡ,\n a young pig, porker, Od., etc.', 'key': 'xoi=ros'}