Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χοϊκός
χοινικίς
χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
Χολλείδης
View word page
χοιροκτόνος
χοιροκτόνος χοιρο-κτόνος, ον, κτείνω χοιροκτόνοι καθαρμοί purification by the sacrifice of swine, Aesch.
ShortDef
by the sacrifice of swine
Debugging
Headword:
χοιροκτόνος
Headword (normalized):
χοιροκτόνος
Headword (normalized/stripped):
χοιροκτονος
IDX:
35822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35863
Key:
xoirokto/nos
Data
{'content': 'χοιροκτόνος\n χοιρο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n χοιροκτόνοι καθαρμοί purification by the sacrifice of swine, Aesch.', 'key': 'xoirokto/nos'}