Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοηφόρος
χοϊκός
χοινικίς
χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
χόλιξ
χόλιος
View word page
χοιροκομεῖον
χοιροκομεῖον χοιρο-κομεῖον, ου, τό, κομέω a pigsty, Ar.

ShortDef

a pigsty

Debugging

Headword:
χοιροκομεῖον
Headword (normalized):
χοιροκομεῖον
Headword (normalized/stripped):
χοιροκομειον
IDX:
35821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35862
Key:
xoirokomei=on

Data

{'content': 'χοιροκομεῖον\n χοιρο-κομεῖον, ου, τό,\n κομέω\n a pigsty, Ar.', 'key': 'xoirokomei=on'}