Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊκός
χοινικίς
χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
χολάς
χολάω
χολή
χολίκιον
View word page
χοίρινος
χοίρινος χοίρῐνος, η, ον = χοίρειος of hogʼs skin, Luc.

ShortDef

of hog's skin

Debugging

Headword:
χοίρινος
Headword (normalized):
χοίρινος
Headword (normalized/stripped):
χοιρινος
IDX:
35819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35860
Key:
xoi/rinos

Data

{'content': 'χοίρινος\n χοίρῐνος, η, ον\n = χοίρειος\n of hogʼs skin, Luc.', 'key': 'xoi/rinos'}