Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χνόος
χοανεύω
χοάνη
χόανος
χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊκός
χοινικίς
χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
χοιροπώλης
χοῖρος
Χολαργεύς
View word page
χοιραδώδης
χοιραδώδης χοιρᾰδ-ώδης, ες εἶδος full of χοιράδες, rocky, Strab.

ShortDef

full of rocks; full of swellings

Debugging

Headword:
χοιραδώδης
Headword (normalized):
χοιραδώδης
Headword (normalized/stripped):
χοιραδωδης
IDX:
35815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35856
Key:
xoiradw/dhs

Data

{'content': 'χοιραδώδης\n χοιρᾰδ-ώδης, ες\n εἶδος\n full of χοιράδες, rocky, Strab.', 'key': 'xoiradw/dhs'}