Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνόος
χοανεύω
χοάνη
χόανος
χοή
χοήρης
χοηφόρος
χοϊκός
χοινικίς
χοῖνιξ
χοιραδώδης
χοιράς
χοίρειος
χοιρίνη
χοίρινος
χοιρίον
χοιροκομεῖον
χοιροκτόνος
View word page
χοϊκός
χοϊκός χοϊκός, ή, όν χοῦς B of earth or dust, NTest.
ShortDef
of earth
Debugging
Headword:
χοϊκός
Headword (normalized):
χοϊκός
Headword (normalized/stripped):
χοικος
IDX:
35812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35853
Key:
xoiko/s
Data
{'content': 'χοϊκός\n χοϊκός, ή, όν\n χοῦς B\n of earth or dust, NTest.', 'key': 'xoiko/s'}