Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
ἀοίκητος
ἄοικος
ἄοινος
ἄοκνος
ἀολλής
ἀολλίζω
ἄοπλος
ἀόρατος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀόριστος
ἄορνος
ἄορ
ἀορτέω
ἀορτήρ
ἀοσσέω
ἀοσσητήρ
View word page
ἄοπλος
ἄοπλος without shields (ὅπλα), without heavy armour, Thuc., etc.: generally, unarmed, Plat.; ἅρμα ἄοπλ. a chariot without scythes, Xen.
ShortDef
without shields
Debugging
Headword:
ἄοπλος
Headword (normalized):
ἄοπλος
Headword (normalized/stripped):
αοπλος
IDX:
3584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3585
Key:
a)/oplos
Data
{'content': 'ἄοπλος\n without shields (ὅπλα), without heavy armour, Thuc., etc.: generally, unarmed, Plat.; ἅρμα ἄοπλ. a chariot without scythes, Xen.', 'key': 'a)/oplos'}