Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
χλόη
χλοηρός
χλοηφόρος
χλούνης
χλοῦνις
χλωρηΐς
χλωρόκομος
χλωρός
χλωρότης
χναύω
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνόος
χοανεύω
χοάνη
χόανος
View word page
χλωρόκομος
χλωρόκομος χλωρό-κομος, ον, κόμη green-leaved, Eur.

ShortDef

green-leaved

Debugging

Headword:
χλωρόκομος
Headword (normalized):
χλωρόκομος
Headword (normalized/stripped):
χλωροκομος
IDX:
35798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35839
Key:
xlwro/komos

Data

{'content': 'χλωρόκομος\n χλωρό-κομος, ον,\n κόμη\n green-leaved, Eur.', 'key': 'xlwro/komos'}