Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
χλόη
χλοηρός
χλοηφόρος
χλούνης
χλοῦνις
χλωρηΐς
χλωρόκομος
χλωρός
χλωρότης
χναύω
χνοάζω
χνοάω
χνόη
χνόος
View word page
χλούνης
χλούνης χλούνης, ου, ὁ, Epic epith. of the wild boar, of unknown sense and deriv., perh. for χλο-εύνης, couching in the greenwood, χλ. σῦς ἄγριος Il.; χλοῦναι σύες Hes.

ShortDef

couching in the greenwood

Debugging

Headword:
χλούνης
Headword (normalized):
χλούνης
Headword (normalized/stripped):
χλουνης
IDX:
35795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35836
Key:
xlou/nhs

Data

{'content': 'χλούνης\n χλούνης, ου, ὁ,\n Epic epith. of the wild boar, of unknown sense and deriv., perh. for χλο-εύνης, couching in the greenwood, χλ. σῦς ἄγριος Il.; χλοῦναι σύες Hes.', 'key': 'xlou/nhs'}