χλούνης
χλούνης, ου, ὁ,
Epic epith. of the wild boar, of unknown sense and deriv., perh. for χλο-εύνης, couching in the greenwood, χλ. σῦς ἄγριος Il.; χλοῦναι σύες Hes.
{'content': 'χλούνης\n χλούνης, ου, ὁ,\n Epic epith. of the wild boar, of unknown sense and deriv., perh. for χλο-εύνης, couching in the greenwood, χλ. σῦς ἄγριος Il.; χλοῦναι σύες Hes.', 'key': 'xlou/nhs'}