Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
χλόη
χλοηρός
χλοηφόρος
χλούνης
χλοῦνις
χλωρηΐς
χλωρόκομος
χλωρός
χλωρότης
View word page
χλοεροτρόφος
χλοεροτρόφος χλοερο-τρόφος, ον, τρέφω producing green grass, Eur.
ShortDef
producing green grass
Debugging
Headword:
χλοεροτρόφος
Headword (normalized):
χλοεροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
χλοεροτροφος
IDX:
35790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35831
Key:
xloerotro/fos
Data
{'content': 'χλοεροτρόφος\n χλοερο-τρόφος, ον,\n τρέφω\n producing green grass, Eur.', 'key': 'xloerotro/fos'}