Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
ἀοίκητος
ἄοικος
ἄοινος
ἄοκνος
ἀολλής
ἀολλίζω
ἄοπλος
ἀόρατος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀόριστος
ἄορνος
ἄορ
ἀορτέω
ἀορτήρ
View word page
ἀολλής
ἀολλής α copul., εἴλω, cf. ἀλής all together, in throngs, shoals or crowds, Hom., Soph., etc.
ShortDef
all together, in throngs or crowds
Debugging
Headword:
ἀολλής
Headword (normalized):
ἀολλής
Headword (normalized/stripped):
αολλης
IDX:
3582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3583
Key:
a)ollh/s
Data
{'content': 'ἀολλής\n α copul., εἴλω, cf. ἀλής\n all together, in throngs, shoals or crowds, Hom., Soph., etc.', 'key': 'a)ollh/s'}