Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
χλόη
χλοηρός
χλοηφόρος
χλούνης
View word page
χλίδημα
χλίδημα χλίδημα, ατος, τό, = χλιδή, Eur.
ShortDef
delicacy, luxury
Debugging
Headword:
χλίδημα
Headword (normalized):
χλίδημα
Headword (normalized/stripped):
χλιδημα
IDX:
35785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35826
Key:
xli/dhma
Data
{'content': 'χλίδημα\n χλίδημα, ατος, τό,\n = χλιδή, Eur.', 'key': 'xli/dhma'}