Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλευάζω
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
χλόη
χλοηρός
χλοηφόρος
View word page
χλιδάω
χλιδάω χλῐδάω, fut. -ήσω χλιδή to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπή Pind.:— to live delicately, to revel, luxuriate, τινί in a thing, Aesch.; χλ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, Soph.

ShortDef

to be soft

Debugging

Headword:
χλιδάω
Headword (normalized):
χλιδάω
Headword (normalized/stripped):
χλιδαω
IDX:
35784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35825
Key:
xlida/w

Data

{'content': 'χλιδάω\n χλῐδάω,\n fut. -ήσω\n χλιδή\n to be soft or delicate, χλιδῶσα μολπή Pind.:— to live delicately, to revel, luxuriate, τινί in a thing, Aesch.; χλ. ἐπί τινι to pride oneself upon a thing, Soph.', 'key': 'xlida/w'}