Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλανίσκιον
χλανίς
χλαρός
χλευάζω
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
χλοερός
χλοεροτρόφος
χλοηκομέω
View word page
χλιαρός
χλιαρός χλῑᾰρός, ά, όν χλίω warm, lukewarm, Lat. tepidus, Hdt., Ar. of persons, lukewarm, NTest.

ShortDef

warm, lukewarm

Debugging

Headword:
χλιαρός
Headword (normalized):
χλιαρός
Headword (normalized/stripped):
χλιαρος
IDX:
35781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35822
Key:
xliaro/s

Data

{'content': 'χλιαρός\n χλῑᾰρός, ά, όν\n χλίω\n warm, lukewarm, Lat. tepidus, Hdt., Ar.\n of persons, lukewarm, NTest.', 'key': 'xliaro/s'}