Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀοιδιάω
ἀοίδιμος
ἀοιδοθέτης
ἀοιδομάχος
ἀοιδοπόλος
ἀοιδός
ἀοιδοτόκος
ἀοίκητος
ἄοικος
ἄοινος
ἄοκνος
ἀολλής
ἀολλίζω
ἄοπλος
ἀόρατος
ἀοργησία
ἀόργητος
ἀόριστος
ἄορνος
ἄορ
ἀορτέω
View word page
ἄοκνος
ἄοκνος without hesitation, untiring, Hes., Soph., Thuc.
ShortDef
without hesitation, untiring
Debugging
Headword:
ἄοκνος
Headword (normalized):
ἄοκνος
Headword (normalized/stripped):
αοκνος
IDX:
3581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3582
Key:
a)/oknos
Data
{'content': 'ἄοκνος\n without hesitation, untiring, Hes., Soph., Thuc.', 'key': 'a)/oknos'}