Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίσκιον
χλανίς
χλαρός
χλευάζω
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
χλίω
χλοαυγής
View word page
χλεύη
χλεύη .χλεύη, ἡ, a joke, jest, Hhymn.; χλεύην ποιεῖσθαί τινα to make a jest of one, Anth.

ShortDef

a joke, jest

Debugging

Headword:
χλεύη
Headword (normalized):
χλεύη
Headword (normalized/stripped):
χλευη
IDX:
35778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35819
Key:
xleu/h

Data

{'content': 'χλεύη\n .χλεύη, ἡ,\n a joke, jest, Hhymn.; χλεύην ποιεῖσθαί τινα to make a jest of one, Anth.', 'key': 'xleu/h'}