Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χλαμυδουργός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίσκιον
χλανίς
χλαρός
χλευάζω
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
χλιδανός
χλιδάω
χλίδημα
χλιδή
View word page
χλευασμός
χλευασμός χλευασμός, οῦ, ὁ, = χλευασία, Dem. a joke, Plut.
ShortDef
a joke
Debugging
Headword:
χλευασμός
Headword (normalized):
χλευασμός
Headword (normalized/stripped):
χλευασμος
IDX:
35776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35817
Key:
xleuasmo/s
Data
{'content': 'χλευασμός\n χλευασμός, οῦ, ὁ,\n = χλευασία, Dem.\n a joke, Plut.', 'key': 'xleuasmo/s'}