Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίσκιον
χλανίς
χλαρός
χλευάζω
χλευασία
χλευασμός
χλευαστής
χλεύη
χλῆδος
χλιαίνω
χλιαρός
χλιδαίνομαι
View word page
χλανίς
χλανίς .χλᾰνίς, ίδος, ἡ, an upper-garment of wool, a shawl, finer than the χλαῖνα, mostly worn by women, Hdt.; χλανίδα φορεῖν, as a mark of effeminacy, Dem.

ShortDef

an upper-garment of wool, a shawl

Debugging

Headword:
χλανίς
Headword (normalized):
χλανίς
Headword (normalized/stripped):
χλανις
IDX:
35772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35813
Key:
xlani/s

Data

{'content': 'χλανίς\n .χλᾰνίς, ίδος, ἡ,\n an upper-garment of wool, a shawl, finer than the χλαῖνα, mostly worn by women, Hdt.; χλανίδα φορεῖν, as a mark of effeminacy, Dem.', 'key': 'xlani/s'}