Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
χλαῖνα
χλαινίον
χλαινόω
χλαίνωμα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
χλανίσκιον
χλανίς
View word page
χλαμυδηφόρος
χλαμυδηφόρος χλᾰμῠδη-φόρος, ὁ, one who wears a χλαμύς, a horseman, cavalier, of the ephebi, Theocr.
ShortDef
one who wears a χλαμύς, a short mantle
Debugging
Headword:
χλαμυδηφόρος
Headword (normalized):
χλαμυδηφόρος
Headword (normalized/stripped):
χλαμυδηφορος
IDX:
35762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35803
Key:
xlamudhfo/ros
Data
{'content': 'χλαμυδηφόρος\n χλᾰμῠδη-φόρος, ὁ,\n one who wears a χλαμύς, a horseman, cavalier, of the ephebi, Theocr.', 'key': 'xlamudhfo/ros'}