Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
χλαῖνα
χλαινίον
χλαινόω
χλαίνωμα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
χλαμύς
χλανίδιον
χλανιδοποιία
χλανιδοποιός
View word page
χλαινόω
χλαινόω χλαινόω, to cover with a cloak, to clothe, Anth.
ShortDef
to cover with a cloak, to clothe
Debugging
Headword:
χλαινόω
Headword (normalized):
χλαινόω
Headword (normalized/stripped):
χλαινοω
IDX:
35760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35801
Key:
xlaino/w
Data
{'content': 'χλαινόω\n χλαινόω,\n to cover with a cloak, to clothe, Anth.', 'key': 'xlaino/w'}