Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
χιονοτρόφος
χιονόχρως
χιονώδης
Χίος
Χῖος
χῖ
χιτωνάριον
χιτώνιον
χιτωνίσκος
χιτών
χιών
χλάδω
χλαῖνα
χλαινίον
χλαινόω
χλαίνωμα
χλαμυδηφόρος
χλαμύδιον
χλαμυδοειδής
χλαμυδουργία
χλαμυδουργός
View word page
χιών
χιών χιών, όνος, ἡ, snow, Hom., etc.; νιφάδες χιόνος snow flakes, Il.; χιὼν πίπτουσα Hdt.; χιόνι κατανίφει Ar. snow-water, ice-cold water, Eur. From Root !χι, cf. χεῖμα, Lat. hiems.
ShortDef
snow
Debugging
Headword:
χιών
Headword (normalized):
χιών
Headword (normalized/stripped):
χιων
IDX:
35756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n35797
Key:
xiw/n
Data
{'content': 'χιών\n χιών, όνος, ἡ,\n snow, Hom., etc.; νιφάδες χιόνος snow flakes, Il.; χιὼν πίπτουσα Hdt.; χιόνι κατανίφει Ar.\n snow-water, ice-cold water, Eur.\n From Root !χι, cf. χεῖμα, Lat. hiems.', 'key': 'xiw/n'}